- κουέστα
- Όρος της γεωμορφολογίας που στα ισπανικά σημαίνει τη βραχώδη προεξοχή. Δηλώνει μια ιδιαίτερη μορφή αναγλύφου, που παρουσιάζει αντίθεση όψεων· από τη μία κλιτύ κατεβαίνει απαλά, ενώ από την άλλη παρουσιάζει ένα πολύ απότομο (σχεδόν κάθετο) πρανές. Αυτό οφείλεται είτε στην παρουσία διαδοχικών στρωμάτων από υλικά ανθεκτικά και μαλακά είτε στη στρωματογραφική διάρθρωση του εδάφους. Το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί εύκολα με την ανάλυση των διαδοχικών σταδίων των πετρογραφικών σχηματισμών ενός ανάγλυφου με κ.
* * *η(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν απότομο κρημνό ή μέτωπο στη μια πλευρά και από μια ομαλή κλιτύ στην άλλη, αλλ. ομοκλινής ράχη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuesta < ισπαν. cuesta < λατ. costa «πλευρά, παΐδι»].
Dictionary of Greek. 2013.